νωλεμές

νωλεμές
νωλεμές (Α)
επίρρ.
1. χωρίς διακοπή, αδιαλείπτως, συνεχώς
2. με σταθερό τρόπο, ακλόνητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για σύνθ. λ., το α' συνθετικό τής οποίας είναι το στερητ. πρόθημα νη-*, ενώ το β' συνθετικό παραμένει άγνωστο. Κατά μία άποψη, το β' συνθετικό της ανάγεται σε αμάρτυρο ουδ. *όλεμος (με ο
προθετικό ή προθηματικό), που συνδέεται με γερμανικούς, κελτικούς και σλαβικούς τ. με σημ. «σπάω, συνθλίβω, κλονίζω» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. lam «παραλυμένος» και αρχ. σλαβ. lomiti «συνθλίβω»). Κατ' άλλη, τέλος, άποψη πρόκειται για πελασγικό δάνειο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νωλεμές — without pause indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωλεμέως — νωλεμές without pause indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • lem-1 —     lem 1     English meaning: to crush; fragile     Deutsche Übersetzung: “zerbrechen; zerbrochen, weich”     Material: Gk. νωλεμές, έως “ fatigueless “, maybe from “not zusammenbrechend”, due to eines with preposition o refined *ὄ λεμος n. *ὀ… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • νωλεμέως — (Α) [νωλεμές] επίρρ. 1. συνεχώς, αδιαλείπτως 2. καρτερικά («ἀρχοὺς λισσομένῳ τηλεκλητῶν ἐπικούρων νωλεμέως ἐχέμεν», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”