- νωλεμές
- νωλεμές (Α)επίρρ.1. χωρίς διακοπή, αδιαλείπτως, συνεχώς2. με σταθερό τρόπο, ακλόνητα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για σύνθ. λ., το α' συνθετικό τής οποίας είναι το στερητ. πρόθημα νη-*, ενώ το β' συνθετικό παραμένει άγνωστο. Κατά μία άποψη, το β' συνθετικό της ανάγεται σε αμάρτυρο ουδ. *όλεμος (με οπροθετικό ή προθηματικό), που συνδέεται με γερμανικούς, κελτικούς και σλαβικούς τ. με σημ. «σπάω, συνθλίβω, κλονίζω» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. lam «παραλυμένος» και αρχ. σλαβ. lomiti «συνθλίβω»). Κατ' άλλη, τέλος, άποψη πρόκειται για πελασγικό δάνειο].
Dictionary of Greek. 2013.